- προσεπιβλέπω
- Α1. επιβλέπω, επιτηρώ επί πλέον («συμβαίνει τοῑς οὕτως ἐπισκοποῡσι προσεπιβλέπειν ἄλλην ὁδὸν τῆς ἀναγκαίας», Αριστοτ.)2. προσβλέπω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek